Σάββατο 21 Ιουλίου 2012

ανδρείκελα



Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.
 
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ' αστέρια.
 
Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
 
Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.

κι αν έσβησε σαν ίσκιος



Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά∙
 
Κι αν έχει,πριν ανοίξει,το λουλούδι
στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι
κι αν ξέρω πως ποτέ δεν θα ειπωθεί∙
 
Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ,
καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου
σαν βλέπω το μεγάλο ουρανό∙
 
Η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί
μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή.

εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο




Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα 'ναι
ζήτημα ύψους.
 
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ' ένα
Αμάλθειο κέρας.
 
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα 'ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
 
Οι ορίζοντες θα μ' έχουν πνίξει.
Σ' όλα τα κλίματα, σ' όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
 
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ' ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ' αρέσω.